- περιπρώκτιο
- το, Νανατ. η γύρω από τον πρωκτό χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. periprocte (< περι-* + πρωκτός + -ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιπρωκτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιπρώκτιο («περιπρωκτικοί αδένες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. periproctic (< περι * + πρωκτός + ικός)] … Dictionary of Greek